παρασιτία

παρασιτία
παρασιτίᾱ , παρασιτία
profession of a parasite
fem nom/voc/acc dual
παρασιτίᾱ , παρασιτία
profession of a parasite
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρασιτία — η, ΝΑ [παράσιτος] το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί …   Dictionary of Greek

  • παρασιτίας — παρασιτίᾱς , παρασιτία profession of a parasite fem acc pl παρασιτίᾱς , παρασιτία profession of a parasite fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАЗИТ —    • Parasītus,          παράσιτος, conviva, застольник; первоначально вообще наименование помощников чиновников, которое произошло, вероятно, от того, что их вместе с чиновниками кормили на общественный счет. Поэтому паразиты являются как… …   Реальный словарь классических древностей

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”